- πολυοσίδη
- ηβλ. πολυοζίδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυοζίδη — και πολυοσίδη, η, Ν χημ. πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται από μεγάλο αριθμό μορίων μονοσακχαριτών με απόσπαση αντίστοιχων μορίων νερού … Dictionary of Greek